- ζυθοποσία
- ηη πόση ζύθου, το να πίνει κανείς ζύθο, μπίρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζυθοποσία — η η πόση ζύθου, το να πίνει κάποιος μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek